Η πρώτη μετανάστευση στην οικογένεια, μόλις πραγματοποιήθηκε.
Μια ξαδέλφη μου έφυγε στην Αυστραλία. Για πάντα. Πιο πάντα δεν γίνεται, λέει.
Ο πατέρας της ήταν μετανάστης στην Αυστραλία, αυτή γεννήθηκε εκεί κάτω, αλλά αποφάσισε να ζήσει εδώ, ακριβώς πριν 20 χρόνια.
«Σιγά που θα κάτσω να σκάσω στην Ελλάδα, έτσι όπως την καταντήσανε!» μου είπε όταν έφευγε, πριν ενάμιση μήνα.
Η πρώτη της τηλεφωνική ανταπόκριση σήμερα από το μέτωπο του ζωντανού κόσμου, ήταν η εξής:
«Είμαι καλά, έφτιαξα τα χαρτιά μου, έχω ασφάλιση υγείας παρότι δεν δουλεύω ακόμη, μπήκα στο ταμείο ανεργίας, αγόρασα αυτοκίνητο και ζω πάλι σαν άνθρωπος. Από δουλειές, κάργα, δεν ξέρω ποια να διαλέξω».
Γλίτωσε. Και ένας να σωθεί, αρκεί.
Αν και δεν μιλάμε για έναν. Φεύγουν πολλοί σιγά-σιγά, όσοι τουλάχιστον έχουν ανεπτυγμένο το ένστικτο της αυτοσυντήρησης.
Όπως έφυγε ο πατέρας της, τη δεκαετία του ’60......
Η κόρη του θέλησε να σπάσει την αλυσίδα του κακορίζικου, επιχειρώντας να ζήσει εδώ. Κι ας μην ήξερε καλά-καλά τα Ελληνικά όταν το αποφάσισε. Σκέφτηκε όταν ήρθε αρχές του '90, πάνε αυτά, περάσανε. Η Ελλάδα αναπτύσσεται, εκπολιτίστηκε, έγινε επιτέλους ο άνθρωπος το μέτρο, βαστάει και πλάτες η Ευρώπη, γιατί να κάθομαι στην Αυστραλία με τις αράχνες, τους καρχαρίες στη θάλασσα και τους κροκόδειλους να κλαίνε στα ποτάμια; Την ξέρασε όμως από δω η γη, όπως και τον πατέρα της. Η γη μας και δαγκώνει και ξερνάει, σαν όλες τις αράχνες, τους καρχαρίες και τους κροκόδειλους μαζί. Αυτό δεν το είχε υπολογίσει. Αλλά μήπως το ήξερα κι εγώ που εδώ γεννήθηκα, πρόλαβα τη δεκαετία του ‘70 με τη φτώχια της, τα λεωφορεία τα σαράβαλα, τους φούρνους που πουλούσανε μόνο ψωμί και τα περίπτερα που ήταν ένα κίτρινο κουτί και από εμπόρευμα δυο πράγματα; Μια μάρκα καλσόν, μια μάρκα σαμπουάν, κάμελ για τα παπούτσια, μονάχα μακαρόνια Μίσκο και οι μπανάνες χρόνια ολόκληρα απαγορευμένες. Ας ξέρουν οι μικρότεροι ότι δεν είχαμε ούτε μπανάνες.
Κάποιο εμπάργκο είχε γίνει δε θυμάμαι, θυμάμαι όμως πως λαχτάραγα μπανάνα κι αν βρίσκαμε ποτέ καμία πράσινη, τσουρούτικη και με τιμή φωτιά και λαύρα, την προσκυνούσαμε σαν τίμιο ξύλο. Τα δημόσια νοσοκομεία βρώμικα, χωρίς προσωπικό και φάρμακα, πλήρωνες ΙΚΑ και γιατροπορευόσουν αν μπορούσες, στο ιδιωτικό θεραπευτήριο. Αλλιώς, ψοφολογούσες σε ένα μαξιλάρι που το έσφιγγες στη μύτη, μη σου μυρίζει η χιλιοκατουρημένη τουαλέτα του διαδρόμου. Τηλεφωνούσες στο ασθενοφόρο –αν είχατε τηλέφωνο, γιατί ήθελε δέκα χρόνια ο ΟΤΕ για να στο βάλει- κι έφτανε σπίτι σε μια ώρα. Αυτό, όταν ιδρύσανε το 166, κάπου στο τέλος του '70, πιο πριν σου λέγανε «δεν έχει αυτοκίνητο, ελάτε μόνοι σας εδώ». Λες κι είχαν αυτοκίνητο οι Έλληνες.
Οι ηλιοκαμένοι απ΄την οικοδομή και οι σκωροφαγωμένοι από τα γραφειάκια τους. Οι νοικοκυρές της Λαϊκής και του μπακάλη. Τα παιδιά της σάκας και του κουλουριού. Η τηλεόραση δύο κανάλια, ασπρόμαυρη και πρόγραμμα 7 το απόγευμα με 12 το βράδυ. Όταν είδα πιτσιρίκα μια φωτογραφία με τα ξαδέλφια μου στην Αυστραλία μπροστά από μια τεράστια έγχρωμη τηλεόραση, ήμουν τόσο πεπεισμένη πως η δική μου μοίρα ήταν άλλη, που μελαγχόλησα, γιατί πίστευα ότι δεν θα ‘βλεπα ποτέ μου τέτοιο πράγμα από κοντά. Παράνομοι ραδιοφωνικοί σταθμοί, Ελβιέλες και δυο μάρκες παντελόνι, δυο μάρκες στα μπλουζάκια, δυο φόρμες γυμναστικής, γαλάζια ή μπλε σκούρα να "διαλέξεις" και μόνη σύνδεση με τον πολιτισμό της εποχής, η Coca Cola. Άντε και η μουσική. Παρότι οι δίσκοι ερχόντουσαν μετά από ένα και δυο χρόνια στην Ελλάδα ή ποτέ. Πιο κομμουνιστικό κράτος και από τα κομμουνιστικά κράτη ήταν η Ελλάδα και ας είχε απ΄ το 73 και μετά Δημοκρατία. Αυτά μονάχα επιγραμματικά, έχω ξεχάσει τόσα άλλα, όμως ό,τι θελήσει να σκεφτεί κανείς, ας βάλει άρνηση, μηδενικό, ας βάλει έλλειμμα σε όλα. Στέρηση, στέρηση, στέρηση.
Ζούσαμε σαν κομμουνιστές, αλλά πληρώναμε σαν πολίτες ελεύθερης οικονομίας. Μόνο που στα κομμουνιστικά κράτη οι άνθρωποι απολάμβαναν παιδεία, υγεία, τέχνη, επιστήμη, πολιτισμό και στα υπόλοιπα, όλα αυτά μαζί, συν την ελευθερία στην καταναλωτική ασυδοσία ή να το πω σωστά, στην ελεύθερη επιλογή. Αλλά εμείς, ούτε στη χαραμάδα δε χωρούσαμε. Όλα στραβά, όλα μισά, όλα αποφασισμένα λες, από ανίκανο εγκέφαλο και από σάπιο κρέας, από έναν απόπατο Θεό. Μην πεις «η στέρηση βγάζει καλύτερους ανθρώπους, κοιμάσαι ήσυχος το βράδυ, δεν βασανίζεσαι από επιθυμίες, δεν προσκυνάς τα υλικά», γιατί μασάω τα υλικά από τη δίπλα οικοδομή που έμεινε πέρσι γιαπί κι έτσι θα παραμείνει. Αν θέλεις γκέμια για να γίνεις άνθρωπος, να πας να ξυριστείς κι άμα κοπείς ως το λαιμό, καλά να πάθεις, γιατί οι μαλακίες που λες πληρώνονται. Ό,τι επινοεί το μυαλό του ανθρώπου, το δικαιούται και προς χρήση και προς κατάχρηση. Αρκεί να το επιλέξει σε αυτό τον κόσμο, που μόνο τέτοια ελευθερία σου παρέχει. Την ελευθερία να σκλαβώνεσαι στα θέλω σου. Ή, να σκλαβώνεσαι στην ελευθερία σου. Πες το όπως θες. Μυαλό να έχεις μόνο. Και αν δεν έχεις, δεν πειράζει, αν το καλοσκεφτείς, κανείς δεν έχει. Ακόνισε όμως τις αισθήσεις σου. Αυτά ως τέλος του '70.
Στη δεκαετία του ‘80 που κάτι άρχισε να αλλάζει, ήρθε ο έρωτας με την ελευθερία. Το ’90 ήρθε κι ο γάμος, είχες αρχίσει και ένιωθες ότι η μοίρα σου ξυπνάει. Ότι δεν ήτανε γραφτό σου τελικά να ονειρεύεσαι μπανάνες και έγχρωμες τηλεοράσεις, ότι αν ήθελες τις είχες. Κι ας μην αγόραζες ποτέ. Αλλά άμα ήθελες τις είχες! Το 2000 πια, μπορεί διπλές και τρίδιπλες. Ποιος νομιμοποιείται να μου πει πόσες θα πάρω; Ποιος νομιμοποιείται να μου πει πόσα χρωστάω και πως θα μπω στη φυλακή αν δεν πληρώσω; Απ’ τη στιγμή που μου τα δίνουν τα λεφτά, κανείς! Κάτι μου δώσαν, κάτι πήραν, τη θάλασσα οι ποταμοί τη συντηρούν. Βεβαίως μαζί τα φάγαμε, αλλά ευθύνεσαι εσύ που μου τα έδωσες. Και πιο πολύ αυτός που σου τα έδωσε να μου τα δώσεις. Ακούγεται γελοίο, το ξέρω. Αλλά αν δεν ήτανε γελοίο, δεν θα ήταν τώρα τόσο σοβαρό. Τόσο σοβαρό που να με κάνεις να πιστεύω πως την ελευθερία μου, δεν την απέκτησα ποτέ. Πως μόνο όνειρο άλλαξα και είδα πως την είχα. Πως έπεσα για ύπνο κι ονειρεύτηκα ότι ήμουν άνθρωπος. Του Δυτικού, εικοστού πρώτου αιώνα. Και τώρα με ξυπνάς με ένα μπουγέλο θράσους, να μου πεις ότι ξυπνάω χρεωμένη. Σου έκλεψα τα φράγκα σου ρε πούστη; Εσύ μου έκλεψες είκοσι χρόνια απ΄ τη ζωή μου. Ψέμματα λέω. Μου έχεις κλέψει όλη τη ζωή.
Tsaousa (Έλια Ζερβού)
eyedoll.gr
Η κόρη του θέλησε να σπάσει την αλυσίδα του κακορίζικου, επιχειρώντας να ζήσει εδώ. Κι ας μην ήξερε καλά-καλά τα Ελληνικά όταν το αποφάσισε. Σκέφτηκε όταν ήρθε αρχές του '90, πάνε αυτά, περάσανε. Η Ελλάδα αναπτύσσεται, εκπολιτίστηκε, έγινε επιτέλους ο άνθρωπος το μέτρο, βαστάει και πλάτες η Ευρώπη, γιατί να κάθομαι στην Αυστραλία με τις αράχνες, τους καρχαρίες στη θάλασσα και τους κροκόδειλους να κλαίνε στα ποτάμια; Την ξέρασε όμως από δω η γη, όπως και τον πατέρα της. Η γη μας και δαγκώνει και ξερνάει, σαν όλες τις αράχνες, τους καρχαρίες και τους κροκόδειλους μαζί. Αυτό δεν το είχε υπολογίσει. Αλλά μήπως το ήξερα κι εγώ που εδώ γεννήθηκα, πρόλαβα τη δεκαετία του ‘70 με τη φτώχια της, τα λεωφορεία τα σαράβαλα, τους φούρνους που πουλούσανε μόνο ψωμί και τα περίπτερα που ήταν ένα κίτρινο κουτί και από εμπόρευμα δυο πράγματα; Μια μάρκα καλσόν, μια μάρκα σαμπουάν, κάμελ για τα παπούτσια, μονάχα μακαρόνια Μίσκο και οι μπανάνες χρόνια ολόκληρα απαγορευμένες. Ας ξέρουν οι μικρότεροι ότι δεν είχαμε ούτε μπανάνες.
Κάποιο εμπάργκο είχε γίνει δε θυμάμαι, θυμάμαι όμως πως λαχτάραγα μπανάνα κι αν βρίσκαμε ποτέ καμία πράσινη, τσουρούτικη και με τιμή φωτιά και λαύρα, την προσκυνούσαμε σαν τίμιο ξύλο. Τα δημόσια νοσοκομεία βρώμικα, χωρίς προσωπικό και φάρμακα, πλήρωνες ΙΚΑ και γιατροπορευόσουν αν μπορούσες, στο ιδιωτικό θεραπευτήριο. Αλλιώς, ψοφολογούσες σε ένα μαξιλάρι που το έσφιγγες στη μύτη, μη σου μυρίζει η χιλιοκατουρημένη τουαλέτα του διαδρόμου. Τηλεφωνούσες στο ασθενοφόρο –αν είχατε τηλέφωνο, γιατί ήθελε δέκα χρόνια ο ΟΤΕ για να στο βάλει- κι έφτανε σπίτι σε μια ώρα. Αυτό, όταν ιδρύσανε το 166, κάπου στο τέλος του '70, πιο πριν σου λέγανε «δεν έχει αυτοκίνητο, ελάτε μόνοι σας εδώ». Λες κι είχαν αυτοκίνητο οι Έλληνες.
Οι ηλιοκαμένοι απ΄την οικοδομή και οι σκωροφαγωμένοι από τα γραφειάκια τους. Οι νοικοκυρές της Λαϊκής και του μπακάλη. Τα παιδιά της σάκας και του κουλουριού. Η τηλεόραση δύο κανάλια, ασπρόμαυρη και πρόγραμμα 7 το απόγευμα με 12 το βράδυ. Όταν είδα πιτσιρίκα μια φωτογραφία με τα ξαδέλφια μου στην Αυστραλία μπροστά από μια τεράστια έγχρωμη τηλεόραση, ήμουν τόσο πεπεισμένη πως η δική μου μοίρα ήταν άλλη, που μελαγχόλησα, γιατί πίστευα ότι δεν θα ‘βλεπα ποτέ μου τέτοιο πράγμα από κοντά. Παράνομοι ραδιοφωνικοί σταθμοί, Ελβιέλες και δυο μάρκες παντελόνι, δυο μάρκες στα μπλουζάκια, δυο φόρμες γυμναστικής, γαλάζια ή μπλε σκούρα να "διαλέξεις" και μόνη σύνδεση με τον πολιτισμό της εποχής, η Coca Cola. Άντε και η μουσική. Παρότι οι δίσκοι ερχόντουσαν μετά από ένα και δυο χρόνια στην Ελλάδα ή ποτέ. Πιο κομμουνιστικό κράτος και από τα κομμουνιστικά κράτη ήταν η Ελλάδα και ας είχε απ΄ το 73 και μετά Δημοκρατία. Αυτά μονάχα επιγραμματικά, έχω ξεχάσει τόσα άλλα, όμως ό,τι θελήσει να σκεφτεί κανείς, ας βάλει άρνηση, μηδενικό, ας βάλει έλλειμμα σε όλα. Στέρηση, στέρηση, στέρηση.
Ζούσαμε σαν κομμουνιστές, αλλά πληρώναμε σαν πολίτες ελεύθερης οικονομίας. Μόνο που στα κομμουνιστικά κράτη οι άνθρωποι απολάμβαναν παιδεία, υγεία, τέχνη, επιστήμη, πολιτισμό και στα υπόλοιπα, όλα αυτά μαζί, συν την ελευθερία στην καταναλωτική ασυδοσία ή να το πω σωστά, στην ελεύθερη επιλογή. Αλλά εμείς, ούτε στη χαραμάδα δε χωρούσαμε. Όλα στραβά, όλα μισά, όλα αποφασισμένα λες, από ανίκανο εγκέφαλο και από σάπιο κρέας, από έναν απόπατο Θεό. Μην πεις «η στέρηση βγάζει καλύτερους ανθρώπους, κοιμάσαι ήσυχος το βράδυ, δεν βασανίζεσαι από επιθυμίες, δεν προσκυνάς τα υλικά», γιατί μασάω τα υλικά από τη δίπλα οικοδομή που έμεινε πέρσι γιαπί κι έτσι θα παραμείνει. Αν θέλεις γκέμια για να γίνεις άνθρωπος, να πας να ξυριστείς κι άμα κοπείς ως το λαιμό, καλά να πάθεις, γιατί οι μαλακίες που λες πληρώνονται. Ό,τι επινοεί το μυαλό του ανθρώπου, το δικαιούται και προς χρήση και προς κατάχρηση. Αρκεί να το επιλέξει σε αυτό τον κόσμο, που μόνο τέτοια ελευθερία σου παρέχει. Την ελευθερία να σκλαβώνεσαι στα θέλω σου. Ή, να σκλαβώνεσαι στην ελευθερία σου. Πες το όπως θες. Μυαλό να έχεις μόνο. Και αν δεν έχεις, δεν πειράζει, αν το καλοσκεφτείς, κανείς δεν έχει. Ακόνισε όμως τις αισθήσεις σου. Αυτά ως τέλος του '70.
Στη δεκαετία του ‘80 που κάτι άρχισε να αλλάζει, ήρθε ο έρωτας με την ελευθερία. Το ’90 ήρθε κι ο γάμος, είχες αρχίσει και ένιωθες ότι η μοίρα σου ξυπνάει. Ότι δεν ήτανε γραφτό σου τελικά να ονειρεύεσαι μπανάνες και έγχρωμες τηλεοράσεις, ότι αν ήθελες τις είχες. Κι ας μην αγόραζες ποτέ. Αλλά άμα ήθελες τις είχες! Το 2000 πια, μπορεί διπλές και τρίδιπλες. Ποιος νομιμοποιείται να μου πει πόσες θα πάρω; Ποιος νομιμοποιείται να μου πει πόσα χρωστάω και πως θα μπω στη φυλακή αν δεν πληρώσω; Απ’ τη στιγμή που μου τα δίνουν τα λεφτά, κανείς! Κάτι μου δώσαν, κάτι πήραν, τη θάλασσα οι ποταμοί τη συντηρούν. Βεβαίως μαζί τα φάγαμε, αλλά ευθύνεσαι εσύ που μου τα έδωσες. Και πιο πολύ αυτός που σου τα έδωσε να μου τα δώσεις. Ακούγεται γελοίο, το ξέρω. Αλλά αν δεν ήτανε γελοίο, δεν θα ήταν τώρα τόσο σοβαρό. Τόσο σοβαρό που να με κάνεις να πιστεύω πως την ελευθερία μου, δεν την απέκτησα ποτέ. Πως μόνο όνειρο άλλαξα και είδα πως την είχα. Πως έπεσα για ύπνο κι ονειρεύτηκα ότι ήμουν άνθρωπος. Του Δυτικού, εικοστού πρώτου αιώνα. Και τώρα με ξυπνάς με ένα μπουγέλο θράσους, να μου πεις ότι ξυπνάω χρεωμένη. Σου έκλεψα τα φράγκα σου ρε πούστη; Εσύ μου έκλεψες είκοσι χρόνια απ΄ τη ζωή μου. Ψέμματα λέω. Μου έχεις κλέψει όλη τη ζωή.
Tsaousa (Έλια Ζερβού)
eyedoll.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου